ανίκητος

ανίκητος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Απελεύθερος του Νέρωνα και παιδαγωγός του (1ος αι. μ.Χ.). Συμμετείχε στην οργάνωση της δολοφονίας της μητέρας του Νέρωνα Αγριππίνας και τον βοήθησε να καταδικάσει σε θάνατο τη γυναίκα του Οκταβία καταγγέλλοντάς την με ψεύτικες μαρτυρίες. Εξορίστηκε για τα εγκλήματά του στη Σαρδηνία, όπου και πέθανε. 2. Απελεύθερος του βασιλιά του Πόντου Πολέμωνα (β’ μισό 1ου αι. μ.Χ.). Αγωνίστηκε στο πλευρό του αυτοκράτορα Βιτελλίου όταν o ρωμαϊκός στρατός ανακήρυξε στην Αίγυπτο αυτοκράτορα τον αντίπαλό του Βεσπασιανό και υποκίνησε την επανάσταση στον Πόντο εναντίον του τελευταίου. Οι οπαδοί του Βεσπασιανού τον συνέλαβαν όμως και τον σκότωσαν. 3. Επίσκοπος Ρώμης (μέσα 2ου αι. μ.Χ.). Διετέλεσε επίσκοπος, πιθανώς από το 157 έως το 168, και η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Απριλίου. Η επιστολή του Galliae episcopos δεν θεωρείται γνήσια. 4. Χριστιανός μάρτυρας (τέλη 3ου αι. μ.Χ.). Μαρτύρησε μαζί με τον ανιψιό του Φώτιο κατά τους διωγμούς στη Νικομήδεια επί Διοκλητιανού. Η μνήμη του εορτάζεται στις 12 Αυγούστου.
* * *
-η, -ο (AM ἀνίκητος και αρχ. δωρ. τ. ἀνίκατος, -ον)
αήττητος, ακατάβλητος, αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνίκητον
το άνηθο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀνίκητος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίκητος — η, ο εκείνος τον οποίο δε νίκησε ή δεν μπορεί να νικήσει κανείς: Ο Μ. Αλέξανδρος έμεινε ως το τέλος της ζωής του ανίκητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνίκητος — ἀνί̱κητος , ἀνίκητος unconquered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνικήτοιο — Ἀνίκητος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνικήτοις — Ἀνίκητος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνικήτοισιν — Ἀνίκητος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνικήτου — Ἀνίκητος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνικήτους — Ἀνίκητος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνικήτων — Ἀνίκητος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνικήτως — Ἀνίκητος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”